μπλαζέ(ς)

μπλαζέ(ς)
επίθ. άκλ. уставший от жизни, пресытившийся жизнью

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μπλαζέ(ς)" в других словарях:

  • μπλαζές — ο, και μπλαζέ, ο, η (για πρόσ.) α) αδιάφορος ή βαριεστημένος από τη ζωή β) αυτός που υποκρίνεται τον κουρασμένο και χορτασμένο από τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. blase < ολλ. blasen «επαίρομαι, υπερηφανεύομαι»] …   Dictionary of Greek

  • μπλαζές — ο πληθ. έδες (λ. γαλλ.), αυτός που έχει χορτάσει τα πάντα, ο αδιάφορος, ο υπερόπτης: Έχει συνεχώς ύφος μπλαζέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»