- μπλαζέ(ς)
- επίθ. άκλ. уставший от жизни, пресытившийся жизнью
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπλαζές — ο, και μπλαζέ, ο, η (για πρόσ.) α) αδιάφορος ή βαριεστημένος από τη ζωή β) αυτός που υποκρίνεται τον κουρασμένο και χορτασμένο από τη ζωή. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. blase < ολλ. blasen «επαίρομαι, υπερηφανεύομαι»] … Dictionary of Greek
μπλαζές — ο πληθ. έδες (λ. γαλλ.), αυτός που έχει χορτάσει τα πάντα, ο αδιάφορος, ο υπερόπτης: Έχει συνεχώς ύφος μπλαζέ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)